πούντα

πούντα
Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ.), στην πρώην επαρχία Πάρου, του νομού Κυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πάρου.
* * *
και πόντα και μπούντα, η, Ν
1. βαρύ πνευμονικό κρυολόγημα
2. άκρο ακρωτηρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. punta «άκρη, κρυολόγημα, πλευρίτωμα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πούντα — η (λ. ιταλ.), κρυολόγημα πνευμονικό: Έπαθα πούντα κι έμεινα στο κρεβάτι αρκετές μέρες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πούντα Αρένας — (Punta Arenas). Πόλη της νότιας Χιλής, πρωτεύουσα της επαρχίας Μαγκαγιάνες. Είναι χτισμένη στη βορειοδυτική ακτή του πορθμού του Μαγγελάνου, σε πεδιάδα με ελαφρά κλίση προς τη θάλασσα και τριγυρισμένη από χαμηλά βουνά. Διαθέτει αρκετά ανεπτυγμένο …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • πουντιάζω — και ποντιάζω Ν [πούντα] (αμτβ.) 1. διαβρέχομαι, μουσκεύομαι («έγιναν βάλτοι τα βουνά, οι ράχες εποντιάσαν», Βαλαωρ.) 2. κρυολογώ, παθαίνω πούντα («βάλε ένα ρούχο πανω σου, θα πουντιάσεις») 3. (μτβ.) εκθέτω κάποιον σε ρεύμα με κίνδυνο να υποστεί… …   Dictionary of Greek

  • χιλή — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Χιλής Συντομευμένη Ονομασία: Χιλή Εκταση: 756.950 τ.χλμ. Πληθυσμός: 15.498.930 (Ιούλιος 2002) Πρωτεύουσα: ΣαντιάγοΚράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β και ΒΑ με το Περού και τη Βολιβία αντίστοιχα και στα Α… …   Dictionary of Greek

  • Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… …   Dictionary of Greek

  • καταλυποῦντα — κατά ἀλυπέω to be free from pain pres part act neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κατά ἀλυπέω to be free from pain pres part act masc acc sg (attic epic doric) καταλῡποῦντα , κατά λυπέω grieve pres part act neut nom/voc/acc pl (attic epic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυποῦντα — λῡποῦντα , λυπέω grieve pres part act neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) λῡποῦντα , λυπέω grieve pres part act masc acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Astypalea — Gemeinde Astypalea Δήμος Αστυπαλαίας (Αστυπάλαια) …   Deutsch Wikipedia

  • ακρωτήριο — Τμήμα ακτής που εισχωρεί μέσα στη θάλασσα, σε λίμνη ή σε ποτάμι. Αποτελείται από παλαιά πετρώματα ή από πρόσφατες προσχώσεις. Τα α. που έχουν γίνει από προσχώσεις έχουν χαμηλό ύψος. (Αρχιτ.) Διακοσμητικό αρχιτεκτονικό στοιχείο που τοποθετούσαν οι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”