πούντα — η (λ. ιταλ.), κρυολόγημα πνευμονικό: Έπαθα πούντα κι έμεινα στο κρεβάτι αρκετές μέρες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πούντα Αρένας — (Punta Arenas). Πόλη της νότιας Χιλής, πρωτεύουσα της επαρχίας Μαγκαγιάνες. Είναι χτισμένη στη βορειοδυτική ακτή του πορθμού του Μαγγελάνου, σε πεδιάδα με ελαφρά κλίση προς τη θάλασσα και τριγυρισμένη από χαμηλά βουνά. Διαθέτει αρκετά ανεπτυγμένο … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
πουντιάζω — και ποντιάζω Ν [πούντα] (αμτβ.) 1. διαβρέχομαι, μουσκεύομαι («έγιναν βάλτοι τα βουνά, οι ράχες εποντιάσαν», Βαλαωρ.) 2. κρυολογώ, παθαίνω πούντα («βάλε ένα ρούχο πανω σου, θα πουντιάσεις») 3. (μτβ.) εκθέτω κάποιον σε ρεύμα με κίνδυνο να υποστεί… … Dictionary of Greek
χιλή — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Χιλής Συντομευμένη Ονομασία: Χιλή Εκταση: 756.950 τ.χλμ. Πληθυσμός: 15.498.930 (Ιούλιος 2002) Πρωτεύουσα: ΣαντιάγοΚράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β και ΒΑ με το Περού και τη Βολιβία αντίστοιχα και στα Α… … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek
καταλυποῦντα — κατά ἀλυπέω to be free from pain pres part act neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κατά ἀλυπέω to be free from pain pres part act masc acc sg (attic epic doric) καταλῡποῦντα , κατά λυπέω grieve pres part act neut nom/voc/acc pl (attic epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυποῦντα — λῡποῦντα , λυπέω grieve pres part act neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) λῡποῦντα , λυπέω grieve pres part act masc acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Astypalea — Gemeinde Astypalea Δήμος Αστυπαλαίας (Αστυπάλαια) … Deutsch Wikipedia
ακρωτήριο — Τμήμα ακτής που εισχωρεί μέσα στη θάλασσα, σε λίμνη ή σε ποτάμι. Αποτελείται από παλαιά πετρώματα ή από πρόσφατες προσχώσεις. Τα α. που έχουν γίνει από προσχώσεις έχουν χαμηλό ύψος. (Αρχιτ.) Διακοσμητικό αρχιτεκτονικό στοιχείο που τοποθετούσαν οι … Dictionary of Greek